Κυριακή 14 Μαΐου 2017

Τσαρλς Μπουκόφσκι – Για τους μπάτσους

Το παρακάτω απόσπασμα είναι από το βιβλίο “Ερωτικές Ιστορίες καθημερινής τρέλας” από την ιστορία με όνομα “Ο μεγάλος γάμος Ζεν” που βρίσκεται στη σελίδα 149 και ο Μπουκόφσκι περιγράφει το γεγονός μιας σύλληψης του από τους μπάτσους. Νομίζω ότι έχει αρκετό ενδιαφέρων γιατί μέσω της αφήγησης του αφήνει αρκετές και έξυπνες αιχμές κάνοντας ολοφάνερη την απέχθεια που  ο ίδιος ένιωθε για το σύστημα και την εξουσία του.
[…] Και να ‘τοι μπροστά μου. Μέρος της παράλογης οικογενειακής δομής του κόσμου. Στην πραγματικότητα τρελοί, χωρίς ν’ αναρωτιούνται για ποιο λόγο κάνουν αυτά που κάνουν. Άφησαν το διπλό κόκκινο φως ανοιχτό όταν παρκάρισαν. Βγήκαν ο ένας κρατούσε φακό.
«Μπουκόφσκι» είπε αυτός με το φακό «σου είναι αδύνατο να μην μπλέκεις σε φασαρίες, έτσι;»
Ήξερε το όνομά μου από παλιά, από άλλες φορές.
«Κοίταξε» είπα. «Απλώς και μόνο σκόνταψα. Ποτέ δε χάνω τα λογικά μου και τη συνοχή μου. Δεν είμαι επικίνδυνος. Γιατί δε με βοηθάτε να πάω σπίτι μου; Τριάντα γιάρδες από δω. Να πέσω στο κρεβάτι μου, να κοιμηθώ να μου περάσει. Δε νομίζετε κι εσείς ότι αυτό θα ‘ταν το πιο σωστό;»
«Κύριε, δύο κυρίες ανέφεραν οτι προσπαθήσατε να τις βιάσετε».
«Κύριοι, ποτέ δε θα προσπαθούσα να βιάσω δυο κυρίες ταυτόχρονα».
Ο ένας μπάτσος έριχνε συνέχεια στο πρόσωπό μου τον ηλίθιο φακό του. Τον έκανε να αισθάνεται ανώτερος.
«Τριάντα γιάρδες ως την ελευθερία! Δεν το καταλαβαίνετε αυτό;»
«Είσαι το πιο αστείο θέαμα, στην πόλη, Μπουκόφσκι. Δώσε μας ένα καλύτερο άλλοθι».
«Λοιπόν, να δούμε – αυτό το πράγμα που βλέπετε κουλουριασμένο στο πεζοδρόμιο είναι το τελικό προϊόν ενός γάμου, ενός γάμου Ζέν».
«Θες να πεις ότι βρέθηκε γυναίκα που προσπάθησε να παντρευτεί εσένα;»
«Όχι εμένα ρε μαλάκα…»
Ο μπάτσος κατέβασε το φακό στη μύτη μου.
«Απαιτούμε σεβασμό στους εκπροσώπους του νόμου».
«Συγνώμη. Μου διέφυγε προς στιγμήν».
Το αίμα έτρεχε στο λαιμό μου και στο πουκάμισό μου. Ήμουν πολύ κουρασμένος – απο τα πάντα.
«Μπουκόφσκι» είπε ο μπασκίνας με το φακό, «γιατί δεν κόβεις τις φασαρίες;»
«Αφήστε τις μαλακίες» είπα «και πάμε στη φυλακή».
Μου έβαλαν τις χειροπέδες και μ’ έριξαν στην πίσω θέση.
Παλιό, γνωστό, θλιμμένο σκηνικό.
Οδηγούσαν αργά, μιλώντας για διάφορα πιθανά και παρανοϊκά πράγματα – όπως για την επέκταση της μπροστινής βεράντας, για την πισίνα, το δωμάτιο για τη γιαγιά. Κι όταν έφταναν στα σπορ -εκεί φάνηκε πόσο πραγματικοί άντρες ήταν- δώσ’ του να λένε, οι Ντότζερς είχαν ακόμα μια ευκαιρία παρα τις δύο τρεις άλλες ομάδες που τους περνούσαν. Κι ύστερα πάλι για την οικογένεια – ε, αν οι Ντότζερς κέρδιζαν, ήταν σαν να κέρδιζαν αυτοί. Όταν ένας άνθρωπος προσγειωνόταν στο φεγγάρι, ήταν σαν να προσγειώνονταν κι αυτοί μαζί του. Αλλά, όταν ένα μισοπεθαμένο ερείπιο χωρίς ταυτότητα τους ζητάει μια δεκάρα, γαμήσου τσογλάνι. Εννοώ, όταν φορούν τα πολιτικά τους. Δεν υπήρξε ποτέ ερείπιο να ζητήσει βοήθεια από μπασκίνα με στολή. Το μητρώο μας ήταν καθαρό.
Με έσπρωξαν στον αλευρόμυλο. Ενώ βρισκόμουν τριάντα γιάρδες από την πόρτα μου. Ενώ ήμουν ο μόνος άνθρωπος σ’ ένα σπίτι με πενήντα πέντε άτομα.
Και να ‘μαι για μια ακόμη φορά, στη μεγάλη ουρά, των κατά κάποιο τρόπο ενόχων. Οι νεαροί δεν ήξεραν τι τους περίμενε. Τα ‘χαν κάπως μπερδεμένα μ’ εκείνο που ονομάζεται ΣΥΝΤΑΓΜΑ και τα ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥΣ. Οι νεαροί μπάτσοι στην πόλη και στην κομητεία εκπαιδεύονταν με τους μεθυσμένους. Έπρεπε ν’ αποδείξουν ότι είχαν προσόντα. Τους είδα να βάζουν έναν τύπο στο ασανσέρ και να τον ανεβοκατεβάζουν πάνω κάτω πάνω κάτω – όταν βγήκε δεν μπορούσε να καταλάβει τι είναι η τι ήταν: ένας μαύρος που κραύγαζε για τ’ Ανθρώπινα Δικαιώματα. Μετά καταπιάστηκαν μ’ ένα λευκό που φώναζε για τα ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ τον άρπαξαν τέσσερις πέντε και τον σέρναν τόσο γρήγορα που δεν μπορούσε να περπατήσει, τον έφεραν πίσω, τον ακούμπησαν στον τοίχο, και στεκόταν εκεί τρέμοντας, μ’ εκείνα τα κόκκινα σημάδια σ’ όλο του το κορμί, στεκόταν εκεί τρέμοντας και τουρτουρίζοντας.
Πάλι με φωτογράφισαν πάλι μου πήραν δακτυλικά αποτυπώματα.
Με κατέβασαν στη χαβούζα των μεθυσμένων, άνοιξαν την πόρτα. Και μετά απ’ όλα αυτά, το μόνο πρόβλημα είναι να βρεις μια θέση ανάμεσα στους εκατόν πενήντα άντρες. Ένα τεράστιο καθίκι. Ξερατά και κατρουλιά παντού. Βρήκα ένα χώρο ανάμεσα στους συνανθρώπους μου. Ήμουν ο Τσαρλς Μπουκόφσκι με μια θέση στα λογοτεχνικά αρχεία του πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας στη Σάντα Μπάρμπαρα. Κάποιος εκεί, με θεωρούσε μεγαλοφυΐα. Τεντώθηκα πάνω στις σανίδες. Άκουσα μια νεανική φωνή. Φωνή αγοριού.
«Μπάρμπα, με μισό δολάριο σου κάνω πίπα!»
Υποτίθεται ότι σου έπαιρναν όλα τα χρήματα, λογαριασμούς, ταυτότητες, κλειδί, μαχαίρια κ.λ.π. ακόμα και τα τσιγάρα και έδιναν απόδειξη. Που συνήθως έχανες, ή πουλούσες ή στην έκλεβαν. Άλλα πάντα κυκλοφορούσαν λεφτά και τσιγάρα.
«Λυπάμαι, παλικάρι μου, μου τα πήραν μέχρι δεκάρα» του είπα.
Τέσσερις ώρες αργότερα κατόρθωσα να κοιμηθώ. […]

Σάββατο 13 Μαΐου 2017

Τσαρλς Μπουκόφσκι – Η Ιδιοφυΐα του πλήθους

υπάρχει αρκετή προδοσία, μίσος, βία, παραλογισμός στο μέσο
άνθρωπο για να προμηθεύσει οποιοδήποτε στρατό, οποιαδήποτε μέρα
και οι καλύτεροι στο φόνο είναι αυτοί που κηρύττουν εναντίον του
και οι καλύτεροι στο μίσος είναι αυτοί που κηρύττουν αγάπη
και οι καλύτεροι στον πόλεμο είναι τελικά αυτοί που κηρύττουν ειρήνη
εκείνοι που κηρύττουν θεό, χρειάζονται θεό
εκείνοι που κηρύττουν ειρήνη δεν έχουν ειρήνη
εκείνοι που κηρύττουν αγάπη δεν έχουν αγάπη
προσοχή στους κήρυκες
προσοχή στους γνώστες
προσοχή σε αυτούς που όλο διαβάζουν βιβλία
προσοχή σε αυτούς που είτε απεχθάνονται τη φτώχεια
είτε είναι περήφανοι γι’ αυτήν
προσοχή σε αυτούς που βιάζονται να επαινέσουν
γιατί θέλουν επαίνους για αντάλλαγμα
προσοχή σε αυτούς που βιάζονται να κρίνουν
φοβούνται αυτά που δεν ξέρουν
προσοχή σε αυτούς που ψάχνουν συνεχώς πλήθη
γιατί δεν είναι τίποτα μόνοι τους
προσοχή στο μέσο άνδρα και τη μέση γυναίκα
η αγάπη τους είναι μέτρια
ψάχνει το μέτριο
αλλά υπάρχει ιδιοφυΐα στο μίσος τους
υπάρχει αρκετή ιδιοφυΐα στο μίσος τους για να σας σκοτώσει
να σκοτώσει τον καθένα
δεν θέλουν μοναξιά
δεν καταλαβαίνουν τη μοναξιά
θα προσπαθήσουν να καταστρέψουν οτιδήποτε
διαφέρει από το δικό τους
μη βρισκόμενοι σε θέση να δημιουργήσουν έργα τέχνης
δεν θα καταλάβουν την τέχνη
θα εξετάσουν την αποτυχία τους ως δημιουργών
μόνο ως αποτυχία του κόσμου
μη βρισκόμενοι σε θέση να αγαπήσουν πλήρως
θα πιστέψουν ότι και η αγάπη σας είναι ελλιπής
και τότε θα σας μισήσουν
και το μίσος τους
θα είναι τέλειο
σαν ένα λαμπερό διαμάντι
σαν ένα μαχαίρι
σαν ένα βουνό
σαν μια τίγρη
όπως το κώνειο
η καλύτερη τέχνη τους

Ο Τσάρλς Μπουκόφσκι για την μοναξιά.

Ποτέ δεν υπήρξα μόνος. Ήμουν σ’ένα δωμάτιο. Έφτασα στα πρόθυρα της αυτοκτονίας. Υπήρξα καταθλιπτικός. Αισθάνθηκα κατά καιρούς φριχτά- φριχτά για τα πάντα -, όμως ποτέ δεν ένιωσα ότι κάποιο άλλο πρόσωπο θα μπορούσε μπαίνοντας στο δωμάτιο να γιατρέψει τις αναποδιές μου…Ή ένα πλήθος ανθρώπων θα μπορούσε να μπει στο δωμάτιο και να κάνει το ίδιο. Με άλλα λόγια, η μοναξιά είναι κάτι που ποτέ δεν μ’ενόχλησε κι ούτε με απασχόλησε ως ζήτημα, αφού ανέκαθεν είχα αυτήν την τρομερή επιθυμία για απομόνωση.

Υπήρξαν στιγμές που βρισκόμουν σε κάποιο πάρτι σ’ένα στάδιο γεμάτο ανθρώπους που ζητωκραύγαζαν για κάτι, κι εγώ, μέσα σε τόσο κόσμο, ένιωθα την μοναξιά. Αντιγράφω τον Ίψεν:” Οι δυνατότεροι άντρες είναι και οι πιο μοναχικοί…”. Ποτέ δεν σκέφτηκα: “Λοιπόν, μια όμορφη ξανθιά θα έρθει εδώ, θα μου κάνει ένα καλό γαμήσι, θα μου χαϊδέψει λίγο τ’αρχίδια μου και θα αισθανθώ καλά…” Όχι αυτό δεν βοηθάει…

Ξέρεις έρχεται το βράδυ της Παρασκευής και τα πλήθη ξεχύνονται στους δρόμους και στα μπαρ. “Είναι Παρασκευή βράδυ, τι θα κάνεις απόψε; Απλώς θα μείνεις μέσα;” Λοιπόν, ναι. Γιατί δεν υπάρχει τίποτα εκεί έξω. Είναι μια ηλιθιότητα. Ηλίθιοι άνθρωποι, συναναστρέφονται με ηλίθιους ανθρώπους. Άφησε τους να ηλιθιοποιούνται μόνοι τους. Ποτέ δεν αγχώθηκα μ’αυτό το ζήτημα. Να τρέχω έξω μες στη νύχτα. Κρυβόμουν σε μπαρ, γιατί δεν ήθελα να κρύβομαι σε εργοστάσια. Αυτό είναι όλο. Συγγνώμη για τα εκατομμύρια ανθρώπων, όμως ποτέ δεν υπήρξα μόνος. Μου αρέσει ο εαυτός μου. Είναι ο καλύτερος δυνατός τρόπος διασκέδασης που έχω. Ας πιούμε περισσότερο κρασί.