Τετάρτη 4 Οκτωβρίου 2017

ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ ΚΑΙ ΠΟΡΕΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ 16ΧΡΟΝΟ

ΟΛΟΙ ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ – ΟΛΟΙ ΣΤΑ ΟΔΟΦΡΑΓΜΑΤΑ
Στις 16 Σεπτέμβρη, ημέρα διαδηλώσεων μνήμης για τον Παύλο Φύσσα, συνελήφθη στις συγκρούσεις στα Εξάρχεια ο 16χρονος Κ.Μπ. Από τη θέση μας ως αγωνιζόμενοι/ες αρνούμαστε να μπούμε σε μία στείρα δημοσιογραφική διαδικασία περιγραφής των γεγονότων. Ο 16χρονος βασανίστηκε πριν καν τη μεταγωγή του στη Γ.Α.Δ.Α. Η κατασταλτική βαρβαρότητα όμως δε σταμάτησε εκεί. Το αποτέλεσμα ήταν να βρεθεί σοβαρά χτυπημένος μέσα στα πλαίσια αυτού του βασανισμού. Και βέβαια δεν πρόκειται για μεμονωμένο γεγονός..
Συγκεκριμένα, ο Κ.ΜΠ. βασανίστηκε σε διάρκεια και συστηματικά τη στιγμή της σύλληψης δεμένος πλέον πισθάγκωνα. Υποβλήθηκε σε βασανισμό πλήρους αναλογίας με άλλες εποχές, που έχουν παρέλθει. Ενώ ήταν σιδεροδέσμιος στο πάτωμα από τη διμοιρία, που τον συνελαβε στη Χαριλάου Τρικούπη και Βαλτετσίου, του πατούσαν τα χέρια με τις αρβύλες και τον κλωτσούσαν. Τα σκουπίδια της ελ.ας τον ξυλοκόπησαν, κυρίως στο κεφάλι, μέχρι λιποθυμίας. Σύμφωνα με πληροφορίες, που διασταυρώνονται, αφού μεταφέρθηκε αναίσθητος μέχρι τη γιάφκα της ελ.ας και πριν τον οδηγήσουν στα κελιά, εκείνος βρήκε τις αισθήσεις του μέσα στο περιπολικό και στην προσπάθειά του να διαφύγει από τους βασανιστές του, τον τραυμάτισε σοβαρά διερχόμενο όχημα. Το αποτέλεσμα ήταν η κράτηση του στα κελιά να ανασταλεί, να μεταφερθεί εσπευσμένα στο ΚΑΤ και να εισαχθεί σε μονάδα εντατικής θεραπείας. Για να ανταπεξέλθει ο οργανισμός του στη σφοδρότητα των χτυπημάτων και λόγω των πολλαπλών καταγμάτων, υποβλήθηκε σε τεχνητό κώμα για μέρες. Η εξέλιξη της πορείας του συλληφθέντα δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι αποτελεί ένα άρτια οργανωμένο έγκλημα του κρατικού μηχανισμού . Ένα έγκλημα, που δείχνει με τον πιο κυνικό τρόπο, πως τα χέρια των προστατών του κράτους και του κεφαλαίου είναι βαμμένα με το αίμα των εργατών, των μεταναστών, των εξεγερμένων νέων και των αγωνιζόμενων, που βιώνουν αυτή την τρομοκρατία από την εμπροσθοφυλακή κράτους-κεφαλαίου σε κατασταλτικό, δικαστικό και νομοθετικό επίπεδο.

Δευτέρα 2 Οκτωβρίου 2017

Συναυλία Αλληλεγγύης για τα δικαστικά έξοδα του Κώστα Γουρνά

Συναυλία Αλληλεγγύης για τα δικαστικά έξοδα του Κώστα Γουρνά. 

Κυριακή 8/10, 17:00 στην αυλή της κατάληψης. 

Παίζουν οι μουσικοί Γιαγκος Χαιρετης, Άρης Πρεβεζανος και φίλοι, σε κρητικούς ρυθμούς και όχι μόνο... Στο χώρο της κατάληψης θα λειτουργεί και συλλογική κουζίνα.

Τετάρτη 6 Σεπτεμβρίου 2017

Ελληνες αναρχικοί πολεμούν τζιχαντιστές στο δυτικό Κουρδιστάν

Έλληνες αναρχικοί πολεμούν τζιχαντιστές στο δυτικό Κουρδιστάν, στην «αναρχική γη» της Ροζάβα.
Σύμφωνα με δημοσίευμα του «Ελεύθερου Τύπου», πρόκειται για μία περιοχή που βρίσκεται στη βόρεια Συρία και αυτονομήθηκε χάρη στη συνεχιζόμενη κουρδική εξέγερση. Εκεί αναρχικοί από διάφορες χώρες του κόσμου καταφτάνουν για να πολεμήσουν τον ISIS και να εκπαιδευτούν δίπλα σε έμπειρους αντάρτες. Κατά καιρούς στις ελληνικές Αρχές έφταναν πληροφορίες ότι έχουν μεταβεί στη Ροζάβα Έλληνες αναρχικοί αλλά τώρα είναι η πρώτη φορά που εμφανίζεται τόσο έντονη δραστηριότητα Ελλήνων, που εκφράζεται κυρίως από μία ομάδα, τον Επαναστατικό Σύνδεσμο Διεθνιστικής Αλληλεγγύης (RUIS), που ιδρύθηκε από Έλληνες αναρχικούς.  
Ο «ΕΤ» φέρνει στο φως φωτογραφίες μαχητών που κρατούν πολεμικά όπλα και φορούν στολές παραλλαγής και κουκούλες, έχοντας φόντο τοίχο που γράφει στα ελληνικά: «Από τη Ροζάβα μέχρι την Αθήνα, τα απελευθερωμένα εδάφη του αγώνα θα ματώσετε για να τα πάρετε. Αλληλεγγύη στις καταλήψεις».
Σε άλλη φωτογραφία, που επίσης τραβήχτηκε στο δυτικό Κουρδιστάν, ανάμεσα σε μαχητές με καλάσνικοφ και ρουκετοβόλα, υπάρχει πανό που γράφει στα ελληνικά: «Ούτε βήμα πίσω».
Οι μετακινήσεις Ελλήνων στη Ροζάβα έχουν προκαλέσει το ενδιαφέρον των αρμόδιων υπηρεσιών ασφαλείας. Και αυτό διότι σε κείμενα αναρχικών που πολεμούν εκεί διατυπώνεται η άποψη ότι οι πολεμιστές θα εκπαιδευτούν στον ανταρτοπόλεμο και στη συνέχεια θα μπορέσουν να εφαρμόσουν αυτά που έμαθαν στις πατρίδες τους.
Οι Έλληνες που φτάνουν στη Ροζάβα, όπως και οι αναρχικοί από άλλες χώρες του κόσμου, «βαφτίζονται» με κουρδικό όνομα, προκειμένου –όπως λένε- να εκφράσουν τη διεθνιστική τοποθέτησή τους.
Αρμόδια πηγή που ρωτήθηκε από τον «ΕΤ» για το θέμα της παρουσίας Ελλήνων στη Ροζάβα ανέφερε ότι «το παρακολουθούμε με ψυχραιμία. Γνωρίζουμε το φαινόμενο και προσπαθούμε να αποκτήσουμε όσο το δυνατόν καλύτερη εικόνα γι’ αυτό». Σημειώνεται, πάντως, ότι δεν είναι η πρώτη φορά που αναρχικοί μεταναστεύουν για να μυηθούν στον πόλεμο.

Αφίσα Αναρχικής Ομοσπονδίας για πορεία σε ΔΕΘ 2017


Δευτέρα 28 Αυγούστου 2017

Κοινωνικό Αντιφασιστικό Μέτωπο: Κάλεσμα στην πορεία στο Κερατσίνι [18/09, 17:00]

ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΑΝΤΙΦΑΣΙΣΤΙΚΟ ΜΕΤΩΠΟ
ΠΟΡΕΙΑ 18-9 Από το Κερατσίνι στο Καστράκι (ΣΥΝΑΥΛΙΑ)
Το κοινωνικό αντιφασιστικό μέτωπο δημιουργήθηκε από την ανάγκη να παταχθεί σε όλα τα επίπεδα της δημόσιας σφαίρας η νεοναζιστική δράση και η ρητορική του μίσους, με τη συμμετοχή αντιφασιστών/τριών, συλλογικοτήτων, ελεύθερων κοινωνικών χώρων και κέντρων φιλοξενίας προσφύγων-μεταναστών. Ο νεοναζισμός-νεοφασισμός στην Ελλάδα αποτελεί ιστορική συνέχεια των ναζιστικών και αντισημιτικών οργανώσεων της δεκαετίας του ’20 και του ’30 των Ταγμάτων Ασφαλείας των παρακρατικών του Γιοσμά (Δολοφονία Λαμπράκη) των χουντικών και συνολικότερα του ακροδεξιού παρακράτους, που πλέον όμως ενσωματώνει και την θανατοπολιτική εξόντωσης ανθρώπων με κριτήριο αρχικά τους δεδομένα-χαρακτηριστικά. Στόχος του μετώπου είναι η παρεμπόδιση της δράσης των νεοναζιστικών ομάδων στο δρόμο, η αντίκρουση της φασιστικής ρητορικής στο δημόσιο λόγο, αλλά και η παρακολούθηση στο βαθμό που απαιτείται της δίκης της ναζιστικής συμμορίας της χρυσής αυγής. 4 χρόνια μετά την δολοφονία του Παύλου Φύσσα στο Κερατσίνι, η δίκη των δολοφόνων της χρυσής αυγής προσλαμβάνει καινούργια διάσταση. Και τούτο διότι η Δικαστική εξουσία, διαμέσου της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων αλλά και του λόμπι του βαθέως κράτους, οργανώνει και απαιτεί την αυτονόμησή της από κάθε έλεγχο της σύγχρονης πολιτικής κοινωνίας. Με άλλα λόγια απαιτεί πλήρη υποταγή στις όποιες αποφάσεις και επιλογές της, κάτι που έχει γίνει εμφανές στις υποθέσεις των μεταλλείων Χαλκιδικής και στην υπόθεση της Ηριάννας.
Τα τελευταία δύο χρόνια δίνεται μία δικαστική μάχη από την πλευρά της πολιτικής αγωγής, όχι μόνο κατά της Χρυσής Αυγής αλλά και του ίδιου του συστήματος που την ανέθρεψε. Η έως τώρα διαδικασία έχει αποκαλύψει πλήρως την παρακρατική δράση της Χρυσής Αυγής και των ταγμάτων εφόδου αλλά και την προκλητική στήριξη αυτής από την αστυνομία. Τόσο στην υπόθεση της δολοφονίας του Παύλου Φύσσα όσο και σε πολλές από τις εξεταζόμενες υποθέσεις, έχει καταδειχθεί ο υποστηρικτικός ρόλος της αστυνομίας στα τάγματα εφόδου. Επίσης έχουν καταδειχθεί τα κοινά στοιχεία της δράσης αυτών: αιφνιδιασμός των άοπλων θυμάτων, αριθμητική υπεροχή των επιτιθέμενων, τα θύματα είναι αντιφασίστες, αναρχικοί, αριστεροί, μετανάστες, ενώ σε πολλές από τις υποθέσεις έχει φανεί η απόλυτη αδιαφορία έως και συγκάλυψη από των δραστών από τις αρχές. Πέραν του τρόπου δράσης και του φασιστικού κινήτρου έχει αποδειχθεί ο εκ των προτέρων σχεδιασμός ή σε κάθε περίπτωση η ετοιμότητα για επίθεση καθώς και οι εντολές από την ηγεσία της οργάνωσης, που τελεί σε πλήρη γνώση των επιθέσεων. Ενδεικτικά μόνο αναφέρουμε, επιπλέον της δολοφονίας του Π. Φύσσα, την επίθεση κατά των αφισοκολλητών του ΠΑΜΕ στο Πέραμα, την επίθεση κατά των Αιγυπτίων αλιεργατών, την επίθεση στο αναρχικό στέκι Αντίπνοια και τον ελεύθερο κοινωνικό χώρο Συνεργείο, όπου σε όλες αποδείχθηκαν τα παραπάνω κοινά στοιχεία. Μέσα από τις έως τώρα μαρτυρίες των πάνω από 100 μαρτύρων κατηγορητηρίου, και ενώ απομένουν άλλοι 30 περίπου για να ολοκληρωθεί η διαδικασία των καταθέσεων, η Χρυσή Αυγή βρίσκεται ήδη με την πλάτη στον τοίχο, ενώ η επικείμενη διαδικασία ανάγνωσης των εγγράφων, μέσα στα οποία περιλαμβάνονται βίντεο, συνομιλίες αλλά και στοιχεία από τους σκληρούς δίσκους των κατηγορουμένων, θα οδηγήσει την Χρυσή Αυγή και τους κατηγορουμένους σε απόλυτη αδυναμία αντίκρουσης του κατηγορητηρίου. Στα δύο αυτά χρόνια της δίκης ένα συμπέρασμα έχει γίνει σαφές μέσα στην δικαστική αίθουσα: ότι κόμμα και εγκληματική οργάνωση ταυτίζονται απόλυτα.
Με δεδομένο ωστόσο ότι μία ενδεχόμενη και πιθανή καταδίκη των δολοφόνων νεοναζί, δεν αρκεί για την εξάλειψη του φασιστικού φαινομένου, αφού με τη βοήθεια των ΜΜΕ έχει εδραιωθεί και κοινωνικά και θεσμικά, απαιτείται όχι μόνο επαγρύπνηση, αλλά και οργάνωση-συντονισμός δράσεων-εκδηλώσεων στην προοπτική αντιμετώπισης του προβλήματος στη ρίζα του. Το Κοινωνικό Αντιφασιστικό Μέτωπο επιδιώκει να κινηθεί εκτός παραδοσιακού πλαισίου οργανώσεων και παραγόντων, με πολιτικό αλλά όχι κομματικό στίγμα και να είναι κοινωνικά ανοιχτό. Ο αντιφασιστικός αγώνας σήμερα στερείται ενός ενιαίου ακηδεμόνευτου φορέα που να απευθύνεται μαζικά και κοινωνικά στο σύνολο των ανθρώπων που στέκονται απέναντι στη φασιστική απειλή, το ρατσιστικό, εθνικιστικό και μισαλλόδοξο λόγο. Χωρίς να υποτιμούμε τη δουλειά που έχει γίνει από οργανώσεις και συλλογικότητες, θεωρούμε ότι οι λογικές πρωτοπορίας και σεχταρισμού που διαπνέουν έστω και μη ηθελημένα τις προσπάθειες τους, έχουν οδηγήσει σε τέλμα τις μαζικές αντιφασιστικές κινητοποιήσεις. Το Κοινωνικό Αντιφασιστικό Μέτωπο φιλοδοξεί να συσπειρώσει όλον αυτόν τον κόσμο στην προοπτική συντονισμού δράσεων, εκδηλώσεων αλλά και της κινηματικής έκφρασης στο δρόμο. Επίσης επιδιώκει να εντάξει σε αυτήν τη διαδικασία τα υποκείμενα που εχθρεύεται ο φασισμός, τους πρόσφυγες και τους μετανάστες. Καλούμε λοιπόν όσους και όσες αντιλαμβάνονται αυτήν την ανάγκη, να συμμετέχουν στη διαδικασία συνδιαμόρφωσης των επόμενων κινήσεων και δράσεων ενόψει ενός αντιφασιστικού Σεπτέμβρη στον Πειραιά και ευρύτερα.
Κοινωνικό Αντιφασιστικό Μέτωπο

Σάββατο 5 Αυγούστου 2017

Να λέμε την αλήθεια για τη Βενεζουέλα

Η Βενεζουέλα βυθίζεται κάθε μέρα και περισσότερο σε μια βαθιά πολιτική και οικονομική κρίση. Ο αριθμός των νεκρών αυξάνεται διαρκώς και οι άγριες οδομαχίες δεν δείχνουν κανένα σημάδι ύφεσης.
Στις 27 Ιουνίου, πλιατσικολόγοι κατέστρεψαν την πόλη του Μαρακάι. Έκαψαν καταστήματα, σταθμούς δημόσιων μεταφορών, κυβερνητικά κτίρια και σπίτια σε μια μόνο νύχτα καταστροφής. Δύο ημέρες αργότερα, σειρά είχε το Μπαρκισιμέτο.
Τα παγκόσμια μέσα μαζικής ενημέρωσης, που είναι κατά κύριο λόγο εχθρικά προς την Μπολιβαριανή διαδικασία, σαρκάζουν τη ρητορική του προέδρου Νικολάς Μαδούρο1, παρουσιάζοντας τα δεξιά κόμματα, τα οποία είναι σίγουρο ότι ξεκίνησαν αυτό το κύμα βίας, ως υπερασπιστές της δημοκρατίας2. Αυτός ο ορισμός της δημοκρατίας προφανώς επιτρέπει να πετιούνται στη φτώχεια και στις αρρώστιες ολόκληροι πληθυσμοί και εκατό περίπου άνθρωποι να αφήνονται να πεθάνουν στους δρόμους.
Εν τω μεταξύ, η διεθνής αριστερά έχει αποδεχθεί τις εξηγήσεις που προβάλουν οι κυβερνητικοί εκπρόσωποι, εξακολουθώντας να πιστεύει ότι ο εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος μου. Έτσι, όταν ένα ελικόπτερο επιτέθηκε σε κρατικά κτίρια στις 28 Ιουνίου3, μερικοί παρατηρητές πρόσθεσαν απλώς το γεγονός στον κατάλογο της δεξιάς βίας.
Είναι, βέβαια, κάτι πολύ πιο περίπλοκο από αυτό.
Ο Όσκαρ Πέρεζ, συνταξιούχος αξιωματούχος των κρατικών υπηρεσιών ασφαλείας, διεύθυνε το ελικόπτερο. Ο Πέρεζ έχει στενούς δεσμούς με τον πρώην υπουργό Εσωτερικών Μιγκέλ Ροντρίγκες Τόρρες, τον οποίο απέλυσε ο Μαδούρο το 20144. Ο Τόρρες, όπως και η πλειοψηφία του σημερινού υπουργικού συμβουλίου και οι μισοί περίπου κυβερνήτες της Βενεζουέλας ανήκουν στον στρατό. Ο ίδιος ηγείται μιας από τις πολυάριθμες φράξιες των Τσαβιστών που βρίσκονται κοντά στην εξουσία.
Πίσω από την πρόσοψη της κυβερνητικής ενότητας αναπτύσσεται ένας άλλος αγώνας, αλλά καμία από τις ομάδες δεν αγωνίζεται να συνεχίσει το επαναστατικό σχέδιο ή να ανασυγκροτήσει το μαζικό κίνημα που την έσωσε μετά την απόπειρα πραξικοπήματος και τις απεργίες των αφεντικών το 2002-3.
Η αντιπολίτευση χωρίζεται επίσης σε αντίπαλες φράξιες. Ορισμένοι υποστηρίζουν το διάλογο με τον πρόεδρο, ενώ άλλοι, ειδικά η ομάδα στην οποία ηγούνται ο Λεοπόλδο Λόπες και η συνεργάτιδά του Λιλιάνα Τιντόρι, υποστηρίζουν σίγουρα τους πιο βίαιους μαχητές του δρόμου. Ο στόχος τους είναι όχι μόνο να ξεφορτωθούν το Μαδούρο αλλά και να καταστρέψουν τον ίδιο τον Τσαβισμό.
Οι περισσότεροι Βενεζουελάνοι γνωρίζουν τους σημαντικότερους παίκτες στη Δεξιά: ανήκουν στις πλουσιότερες και πιο ισχυρές οικογένειες, που έλεγχαν την οικονομία μέχρι να έρθει ο Τσάβες. Μέχρι την εμφάνιση των πρώτων οδοφραγμάτων, ο Μαδούρο προσπάθησε να συνεργαστεί με εκπροσώπους αυτών των δεξιών τομέων. Το 2014, για παράδειγμα, κάλεσε τον Λεοπόλδο Μεντόζα, επικεφαλής της πολυεθνικής Polar και έναν από τους πλουσιότερους Βενεζουελάνους.
Ο Γκουστάβο Σισνέρος, άλλο μέλος αυτής της κλειστής οικογένειας, παρέμεινε ανενόχλητος στα είκοσι χρόνια σχεδόν του Τσαβισμού. Πρόσφατα υποστήριξε ότι η Βενεζουέλα χρειάζεται έναν Μάκρι5, αναφερόμενος στον μαχητικό νεοφιλελεύθερο πρόεδρο της Αργεντινής, ο οποίος εργάζεται επί του παρόντος για να διαλύσει τον δημόσιο τομέα αυτής της χώρας. Ο Σισνέρος μάλλον μιλάει έχοντας γνώση της στρατηγικής σκέψης της Δεξιάς.
Καθώς βαθαίνει η οικονομική και πολιτική κρίση, είναι φανερό ότι ούτε η κυβέρνηση ούτε η αντιπολίτευση θα προσφέρουν πραγματικές λύσεις. Παρόλο που ο Μαδούρο προδίδει την επανάσταση φλερτάροντας με την μπουρζουαζία και ολισθαίνει οπισθοδρομώντας προς τον νεοφιλελευθερισμό, οι δεξιές δυνάμεις έφεραν βίαιους μισθοφόρους για να βάλουν σε δοκιμασία και να αναστατώσουν ακόμη περισσότερο τη χώρα. Καθώς οι δύο αυτές ομάδες αγωνίζονται για την εξουσία, οι απλοί Βενεζουελάνοι παρακολουθούν τις κατακτήσεις του Τσαβισμού να χάνονται.

Η κρίση

Το βάθος της οικονομικής κρίσης της Βενεζουέλας δεν μπορεί να διογκωθεί. Τα επίπεδα φτώχειας6, τα οποία εξακολουθούσαν να πέφτουν μόλις πριν από τρία χρόνια, τώρα απειλούν να επιστρέψουν στα επίπεδα πριν από το 2012.
Ο πληθωρισμός έχει ήδη ανέβει πάνω από 700 τοις εκατό7, και η πραγματική αξία των μισθών εξακολουθεί να μειώνεται. Στο τέλος του περασμένου έτους, η ένωση δασκάλων εκτιμούσε ότι χρειαζόταν δεκαεπτά κατώτατοι μισθοί για να πληρωθεί το καλάθι βασικών αγαθών και υπηρεσιών. Η έλλειψη ακόμη και των πιο βασικών φαρμάκων8, πόσο μάλλον των πόρων για το σύστημα υγειονομικής περίθαλψης, ανεβάζει αυτόν τον αριθμό ακόμη υψηλότερα σε πραγματικούς όρους. Οι καθημερινές εκκλήσεις στο ραδιόφωνο και την τηλεόραση για φάρμακα τα λένε όλα.
Εκείνοι που σηκώνουν το κύριο βάρος της κρίσης είναι επίσης εκείνοι που υποστήριξαν με πάθος το Μπολιβαριανό σχέδιο του Τσάβες και την υπόσχεσή του ότι ο πετρελαϊκός πλούτος του έθνους θα πήγαινε σε κοινωνικά προγράμματα υγείας, εκπαίδευσης και στέγασης. Ο Τσάβες υποσχέθηκε να επενδύσει το πλεόνασμα για το μέλλον, διαφοροποιώντας την οικονομία και ξεφεύγοντας από την παγίδα της πετρελαϊκής εξάρτησης.
Αυτό το σχέδιο απέτυχε. Σήμερα, το 95% του εξωτερικού εισοδήματος9 της Βενεζουέλας προέρχεται από το πετρέλαιο, σε αντίθεση με το 67% πριν από είκοσι χρόνια. Εν τω μεταξύ, το ΑΕΠ μειώθηκε κατά 18%10 καθώς η βιομηχανική και γεωργική παραγωγή κατέρρευσε σε πολλούς τομείς. Τα κρατικά αποθέματα μειώθηκαν στο 40% των επιπέδων του 201211. Σχεδόν το 90% του πληθυσμού δεν μπορεί να αγοράσει αρκετό φαγητό, γεγονός που εξηγεί τη μέση απώλεια βάρους οκτώ κιλών12. Η κατανάλωση γάλακτος μειώθηκε κατά το ήμισυ. Δεν υπάρχουν ακόμη διαθέσιμα στοιχεία σχετικά με τον αντίκτυπο της έλλειψης φαρμάκων.
Η κατάσταση ήταν ήδη πολύ σοβαρή όταν οι Βενεζουελάνοι πήγαν στις κάλπες για τις εκλογές της Εθνοσυνέλευσης τον Δεκέμβριο του 2015, στις οποίες η δεξιά κέρδισε λίγο κάτω από την πλειοψηφία των δύο τρίτων.
Το αποτέλεσμα αυτό δεν αποτελεί σημαντική ιδεολογική μετατόπιση. Αντίθετα, δύο εκατομμύρια Τσαβιστές ψηφοφόροι απείχαν - ένα μήνυμα προς την ηγεσία και μια σαφή έκφραση του πόνου και της απελπισίας από εκείνους που έπρεπε να περιμένουν ώρες για βασικά αγαθά σε εκτοξευμένες τιμές.
Αν και οι ψηφοφόροι δεν είχαν πρόσβαση σε απτά στοιχεία - η Εθνική Τράπεζα δεν δημοσιεύει τις τρέχουσες οικονομικές πληροφορίες - μπορούσαν να δουν ότι το χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών διευρύνθηκε και πάλι. Πέρυσι, ο πρώην υπουργός Οικονομικών του Τσάβες, Χόρχε Τζορντάνι, δημοσίευσε μια δήλωση που έδειξε ότι 500 δισεκατομμύρια δολάρια εξαφανίστηκαν από τα ταμεία του κράτους13. Οι ειδήσεις επιβεβαίωσαν απλώς αυτό που οι περισσότεροι γνώριζαν ήδη: ο Τσαβισμός είχε προσφέρει τεράστιες ευκαιρίες για διαφθορά και χρηματισμό, καθώς η κρατική γραφειοκρατία εξέτρεψε τα κρατικά κεφάλαια σε ιδιωτικούς τραπεζικούς λογαριασμούς.
Η πολυπλοκότητα του συστήματος νομισματικών ανταλλαγών επέτρεψε στους εισαγωγείς να αποκτούν δολάρια σε εξαιρετικά χαμηλές τιμές - περίπου δώδεκα βολιβάρ ανά δολάριο μέχρι πολύ πρόσφατα - και στη συνέχεια να πωλούν εισαγόμενα αγαθά σε τιμές βασισμένες σε τιμές αγοράς εκατοντάδες φορές υψηλότερες. Πολλά από αυτά τα προϊόντα απλώς πέρασαν μέσω της Βενεζουέλας στο δρόμο προς την Κολομβία, όπου τα ποσοστά κέρδους αυξάνονται ακόμη περισσότερο. Τα αφεντικά των τραπεζών, οι κρατικοί γραφειοκράτες, η τελωνειακή υπηρεσία και η Εθνική Φρουρά πήραν όλοι το κομμάτι τους. Κατά τη διαδρομή, έγιναν περιουσίες.
Δεν εκπλήσσει το γεγονός ότι η εμπορική μπουρζουαζία προσέφερε αγαθά και αύξησε τις τιμές κατά βούληση ή ότι ο βιομηχανικός και χρηματοπιστωτικός τομέας έστειλαν τα κεφάλαιά τους στο εξωτερικό για να πνίξουν την εθνική οικονομία. Είναι όμως εκπληκτικό το γεγονός ότι αυτοί που ήταν υπεύθυνοι για τον μετασχηματισμό του κράτους της Βενεζουέλας - για την επίθεση στη διαφθορά και για την εισαγωγή πολιτικών αναδιανομής - πήραν επίσης το μερίδιό τους.
Ο Τσάβες λίγο πριν πεθάνει το 2013, έγραψε ένα πρόλογο για το εθνικό σχέδιο 2013-1914, στον οποίο αναγνώρισε ότι το κράτος δεν είχε αλλάξει και έκανε έκκληση να στρίψει το τιμόνι προς μια νέα κατεύθυνση. Δυστυχώς, εκείνοι που ήλπιζε ότι θα αναλάμβαναν δράση ήταν ήδη ενσωματωμένοι στην κρατική γραφειοκρατία και επωφελούνταν από τη συστηματική διαφθορά.
Οι υπερασπιστές του Τσαβισμού θα υποστηρίξουν ότι η πτώση της τιμής του πετρελαίου προκάλεσε αυτή την κρίση, αλλά αυτό απλώς δεν είναι αλήθεια. Ενώ τα οφέλη από το πετρέλαιο έχουν πέσει, η προηγούμενη έκρηξη θα επέτρεπε στην κυβέρνηση να εξοικονομήσει αρκετά χρήματα για να αντιμετωπίσει την παρούσα κρίση και την επόμενη, όπως απέδειξε η προσεγμένη ανάλυση του Manuel Sutherland15.
Η κυβέρνηση στήριξε τον προϋπολογισμό της στην πώληση πετρελαίου για εξήντα δολάρια το βαρέλι ακόμη και όταν οι τιμές ήταν διπλάσιες. Αυτό το πρόσθετο εισόδημα εξαφανίστηκε σε ένα διεφθαρμένο σύστημα που το τσαβικό κράτος διαχειρίζεται και διατηρεί.
Φυσικά, η μπουρζουαζία τα πήγε καλά. Συμφιλιώθηκε μετά χαράς με τις νέες ελίτ των τσαβιστών για να καταχραστούν τα δημόσια κονδύλια, να κερδοσκοπούν στις αγορές συναλλάγματος και να επενδύσουν τα κέρδη τους στο εξωτερικό.
Ένα πρόσφατο τεύχος του ισπανικού περιοδικού Tiempo παρουσίασε μια ιστορία με τίτλο «Η εισβολή της Βενεζουέλας». Το άρθρο δεν είναι μέρος της συνηθισμένης επίθεσης εναντίον των μεταναστών, αλλά μάλλον καλωσόριζε τις πλούσιες οικογένειες της Βενεζουέλας που τώρα επενδύουν στην Ισπανία. Τα ονόματα είναι οικεία -Καπρίλες, Κοέν, Οτέρο Σίλβα, Μπάουτε- και οι περιουσίες τους προέρχονται από τα φαρμακευτικά προϊόντα, τα μέσα ενημέρωσης, το λιανικό εμπόριο, τα εστιατόρια και το εμπόριο χρυσού. Το περιοδικό μας λέει ότι οι υπερ-πλούσιοι της Βενεζουέλας είναι βολεμένοι με ασφάλεια στις πλουσιότερες περιοχές της Μαδρίτης, καλά προστατευμένοι από την κοινωνική κατάρρευση της χώρας τους.
Η κρίση στη Βενεζουέλα αντιπροσωπεύει μια απόλυτη άρνηση της Μπολιβαριανής επανάστασης: οι κατακτήσεις των φτωχών και των εργατικών τάξεων εξαφανίστηκαν, ενώ η καπιταλιστική ελίτ διατήρησε τον πλούτο και τη δύναμή της.
Αντί να αντισταθεί στην επιδείνωση της κρίσης, όμως, η κυβέρνηση Μαδούρο κινητοποίησε τις δυνάμεις της για να προστατέψει τον εαυτό της.

Η Επανάσταση σε Αντιστροφή

Σε καμία περίπτωση κατά τη διάρκεια της κρίσης η κυβέρνηση Μαδούρο δεν προσέφερε κάποια συνεπή απάντηση, αντίθετα αντέδρασε χαοτικά. Η διοίκηση αντικατέστησε συχνά τους υπουργούς και ανακοίνωνε επιτροπές οι οποίες απλά σταδιακά έχαναν τη σημασία τους. Οι ενέργειές τους φαίνεται να αποσκοπούσαν στην επίλυση εσωτερικών συγκρούσεων παρά στην αντιμετώπιση της αυξανόμενης φτώχειας και δυσαρέσκειας.
Ως εκ τούτου, μπορούμε να δούμε τρία σαφή ζητήματα στη συμπεριφορά της κυβέρνησης: μια αναβίωση των ξένων επενδύσεων στην εξορυκτική βιομηχανία, μια αυξανόμενη στρατιωτικοποίηση της κυβέρνησης και τη μετατροπή του Ενιαίου Σοσιαλιστικού Κόμματος της Βενεζουέλας (PSUV) σε όργανο πολιτικού ελέγχου.
Ο Μαδούρο πρότεινε μια λύση για την τεράστια τρύπα του κρατικού προϋπολογισμού: την Arco Minero, την περιοχή του Αμαζονίου της Βενεζουέλας. Η περιοχή αντιπροσωπεύει το 12 τοις εκατό της εθνικής επικράτειας και έχει αφθονία σε ορυκτά, πετρέλαιο και φυσικό αέριο. Επιπλέον, είναι η κύρια πηγή γλυκού νερού της χώρας.
Ο Τσάβες απέρριψε μια πρόταση ανάπτυξης πριν από μερικά χρόνια για περιβαλλοντικούς λόγους και σε αναγνώριση των ανθρωπίνων και εδαφικών δικαιωμάτων των αυτόχθονων κοινοτήτων. Αλλά το περασμένο καλοκαίρι, ο Μαδούρο άρχισε να καλεί πολυεθνικές εταιρείες να υποβάλουν προσφορές για παραχωρήσεις16.
Έκανε την πρώτη προσφορά στην Barrick, το γιγαντιαίο καναδικό ανθρακωρυχείο που είχε αποκλειστεί από τη Βενεζουέλα μια δεκαετία νωρίτερα. Αφού ο Τσάβες εθνικοποίησε τα ορυχεία, η εταιρεία απαίτησε εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια σε αποζημιώσεις. Ως χειρονομία της καλής του πίστης, η Μαδούρο συμφώνησε να πληρώσει αυτό το χρέος καθώς και να προσφέρει δεκαετείς φορολογικές απαλλαγές και να αναπτύξει την περιφερειακή υποδομή με έξοδα του κράτους.
Μπορούμε ήδη να δούμε τις περιβαλλοντικές συνέπειες του ανοίγματος της περιοχής στην αρπακτική βιομηχανία εξόρυξης - εκτοπισθέντες πληθυσμοί, δηλητηριασμένα εδάφη και ποτάμια, καταστροφή των εύθραυστων τροπικών δασών και των ορεινών οικοσυστημάτων. Στην Arco, ο στρατός άρχισε να εκδιώκει τους κατοίκους αμέσως μετά την ανακοίνωση της κυβέρνησης.
Πράγματι, η κυβέρνηση Μαδούρο έθεσε αμέσως την περιοχή υπό στρατιωτικό έλεγχο, αναστέλλοντας τα συνταγματικά δικαιώματα. Μια νεοσυσταθείσα εταιρεία, η Camimpeg, θα διαχειριστεί τους πόρους. Παρόλο που το υπουργείο Άμυνας θα διαχειριστεί αυτόν τον νέο οργανισμό, η επιχείρηση είναι αυτόνομη -δηλαδή ιδιωτική- και δεν λογοδοτεί σε δημόσιο έλεγχο.
Ο στρατός έχει γίνει ένας ενιαίος τομέας της κυβερνώσας αστικής μπουρζουαζίας, με ρόλο πολιτικού και οικονομικού ελέγχου. Ακόμη και πριν από τις πρόσφατες αλλαγές, πάνω από το μισό υπουργικό συμβούλιο ανήκε στον στρατό καθώς και οι μισοί κυβερνήτες.
Αυτό δεν πρέπει να συγχέεται με το αρχικό σχέδιο του Τσάβες για μια πολιτική-στρατιωτική συμμαχία στην οποία ο στρατός θα εξυπηρετούσε τα συμφέροντα της πλειοψηφίας. Αντίθετα, ο Μαδούρο έχει στραφεί στον στρατό με την ελπίδα να προστατεύσει την εξουσία του.
Ταυτόχρονα, το πολιτικό κόμμα του, το Ενιαίο Σοσιαλιστικό Κόμμα της Βενεζουέλας (PSUV), έχει καταστεί μέσο πολιτικού ελέγχου. Όταν ο Τσάβες ανακοίνωσε τη δημιουργία του PSUV το 2006, ήταν μέρος του σχεδίου του για τον σοσιαλισμό του εικοστού πρώτου αιώνα. Το κόμμα υποτίθεται ότι αντιπροσωπεύει το επόμενο βήμα προς τα εμπρός για τη λαϊκή συμμετοχική δημοκρατία που κατοχυρώνεται στο νέο σύνταγμα της χώρας. Ο στόχος του ήταν να είναι το PSUV ένα ανοικτό, δημοκρατικό κόμμα που θα κρατούσε και την κυβέρνηση και το κράτος κάτω από αυστηρή επίβλεψη και λογοδοσία.
Αυτό που προέκυψε, ωστόσο, ήταν το ακριβώς αντίθετο: μια από πάνω προς τα κάτω εξουσιαστική δομή που από την αρχή άρχισε να ελέγχει αυστηρά τη διαφωνία και τη συζήτηση. Πράγματι, οι αρχιτέκτονες του κόμματος σχεδίασαν το PSUV με βάση το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κούβας.
Για παράδειγμα, καθώς η κρίση βάθυνε, η κυβέρνηση ανέπτυξε ένα πρόγραμμα για την προσφορά πακέτων τροφίμων σε φτωχές κατοικίες σε καθορισμένες επίσημες τιμές. Το PSUV ανέλαβε μόνο του τη διανομή και την παράδοση των τροφίμων με αντάλλαγμα την πολιτική αφοσίωση. (Η ειρωνεία είναι ότι το σχέδιο ήταν γεμάτο διαφθορά και απέτυχε.)
Μετά απ’ αυτό καθιερώθηκε μια πατριωτική κάρτα, όπως την αποκαλούν, την οποία επίσης μπορεί να παραλάβει κανείς από το PSUV και χωρίς την οποία δεν είναι δυνατή η πρόσβαση σε κρατικές υπηρεσίες, συντάξεις ή διαβατήρια. Με μια λέξη, είναι ένα μέσο πολιτικής καταπίεσης.

Δεξιά αντεπίθεση

Αμέσως μετά τις εκλογές του 2015, ο Μαδούρο κήρυξε κατάσταση έκτακτης ανάγκης και ανέστειλε τόσο τις περιφεριακές όσο και τις συνδικαλιστικές εκλογές.
Η νέα Εθνοσυνέλευση, υπό την ηγεσία της δεξιάς Στρογγυλής Τράπεζας Δημοκρατικής Ενότητας (MUD), δεν θα μπορούσε να προσφέρει λύσεις στην οικονομική κρίση, στην έλλειψη ηλεκτρικού ρεύματος και νερού ή στο αυξανόμενο κύμα εγκληματικότητας. Αντ’ αυτών, είχε δύο εμμονές - την απελευθέρωση του Λεοπόλδο Λόπες17, ο οποίος είχε φυλακιστεί το 2014 με την κατηγορία της υποκίνησης σε βία και την απομάκρυνση του Μαδούρο. Ο κάθε πολιτικός της δήλωνε δημοσίως, ότι ήθελαν μόνο να αποκτήσουν εξουσία και να ανατρέψουν τον Τσαβισμό - ένα σχέδιο που υποστηρίζει σθεναρά η Ουάσιγκτον.
Το 2016, η Δεξιά ξεκίνησε ένα δημοψήφισμα ανάκλησης για να ανατρέψει τον Μαδούρο. Κατά ειρωνικό τρόπο, το σύνταγμα του 1999 -μια κεντρική πτυχή της Τσαβικής επανάστασης- τους επέτρεψε να κάνουν αυτή την κίνηση.
Η συνταγματικά ρήτρα για ανάκλησης ήταν εμβληματική για τη δέσμευση του Τσαβισμού να κρατά υπόλογους τους δημόσιους αξιωματούχους. Επιτρέπει στο 20 τοις εκατό του εκλογικού σώματος να ζητήσει δημοψήφισμα στο ήμισυ της θητείας ενός πολιτικού.
Ο ίδιος ο Τσάβες αντιμετώπισε ένα τέτοιο δημοψήφισμα το 2004 και κέρδισε αποφασιστικά. Μετά τις εκλογές του 2015, όμως, ο Μαδούρο δεν μπορούσε πλέον να στηριχθεί στην λαϊκή υποστήριξη, γι’ αυτό χρησιμοποίησε σε μεγάλο βαθμό δημόσιους οργανισμούς - όπως την εκλογική επιτροπή - για να εμποδίσει την πρωτοβουλία.
Φυσικά, η Δεξιά εκμεταλλευόταν την κατάσταση για τους δικούς της σκοπούς, αλλά ο Τσάβες τόνιζε ότι η δυνατότητα ανάκλησης των εκλεγμένων αξιωματούχων διαδραματίζει βασικό ρόλο σε μια συμμετοχική δημοκρατία. Επιπλέον, πρέπει να θυμόμαστε ότι κάθε στρώμα της κοινωνίας συζήτησε και αντιπαρατέθηκε γύρο από το Σύνταγμα του 1999. Το δημοψήφισμα για την εκλογή της συνταγματικής συνέλευσης και την έγκριση του νέου κειμένου βασίστηκε στις ίδιες αυτές αρχές.
Ο Μαδούρο χρησιμοποιούσε γραφειοκρατικούς ελιγμούς για να παρακάμψει το Τσαβικό σύνταγμα. Ισχυρίστηκε ότι διεξάγεται οικονομικός πόλεμος εναντίον της Βενεζουέλας. Αν και εξωτερικές δυνάμεις έχουν σαφώς βαθύνει την κρίση, σε μεγάλο βαθμό οι εσωτερικές εξελίξεις -για να μην αναφέρουμε την αποτυχία της κυβέρνησης να αντιμετωπίσει την κατάσταση- την παρήγαγαν.
Τον Μάρτιο, όταν η Εθνοσυνέλευση αρνήθηκε να ψηφίσει για το σχέδιο Arco Minero, ο Μαδούρο προσπάθησε για άλλη μια φορά να αποφύγει δημοκρατικά μέτρα, με την αφαίρεση των εξουσιών της Εθνοσυνέλευσης από το Ανώτατο Δικαστήριο. Η Λουίσα Ορτέγκα Ντίας, η οποία έχει υπηρετήσει ως γενικός εισαγγελέας από το 2005 και ήταν αναμφισβήτητα πιστή στον Τσαβισμό, χαρακτήρισε τις ενέργειες της κυβέρνησης αντισυνταγματικές. Ο Μαδούρο γρήγορα απέσυρε την απόφαση αυτού του εξαρτημένου δικαστηρίου.
Η ψηφοφορία για το Arco Minero καταδεικνύει με σαφήνεια το παράδοξο της πολιτικής της Βενεζουέλας. Μια τσαβική κυβέρνηση διαπραγματευόταν την επιστροφή της στην παγκόσμια αγορά και στις εξορυκτικές βιομηχανίες18 απ’ τις οποίες είχε αγωνιστεί για να ξεφύγει. Η συμφωνία θα βλάψει τη χώρα και θα ξαναρίξει το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού στη δυστυχία της εποχής πριν από τον Τσάβες.
Η μπουρζουαζία, σκοπός της οποίας ήταν να επιταχύνει αυτή τη διαδικασία, απλώς ενδιαφερόταν για το ότι έπρεπε να διαχειριστεί την συνθηκολόγηση και ταυτόχρονα να καταστρέψει ακόμα και την μνήμη του Τσαβισμού.
Κατά την διάρκεια όλων αυτών, η MUD καλούσε σε διαμαρτυρίες. Οι αρχικές πορείες, υπό την ηγεσία των θεατρικά μετεμφιεσμένων μελών της ανώτερης τάξης, προσέλκυσαν επίσης πολλούς Βενεζουελάνους της μεσαίας τάξης. Άλλοι διαδηλωτές, ωστόσο, δεν ανήκαν σε κανένα δεξιό κόμμα: απογοητευμένοι, θυμωμένοι και απελπισμένοι, πολλοί οι οποίοι θα περιέγραφαν τους εαυτούς ως Τσαβίστες βάδισαν πίσω από την ελίτ του έθνους.
Σε ορισμένες βασικές τσαβικές περιοχές, όπως στην Λα Βέγα και στην Ελ Βάγιε του Καράκας, όπου ο τοπικός πληθυσμός έδιωξε τους υπουργούς της κυβέρνησης, έχουν γίνει πορείες και λεηλασίες, οι οποίες πολλαπλασιάστηκαν τους τελευταίους μήνες. Πώς αλλιώς θα περιμέναμε να αντιδράσουν οι άνθρωποι, όταν η Εθνική Φρουρά, η αστυνομία, ο στρατός και το PSUV προσπαθούν όλοι να εμποδίσουν το συνταγματικά προστατευόμενο δικαίωμα διαμαρτυρίας;
Τώρα, ο Μαδούρο ζήτησε τη σύγκληση νέας Συντακτικής Συνέλευσης στα τέλη Ιουλίου. Αυτή μετά βίας θα μοιάζει με τη συνέλευση του 1999. Τότε, η συζήτηση ήταν ανοιχτή και δημόσια, και ο λαός είχε εμπλακεί στη διαδικασία με αισιοδοξία. Αυτή τη φορά, η διοίκηση του Μαδούρο θα ενορχηστρώσει προσεκτικά το γεγονός, διασφαλίζοντας ότι οι αλλαγές που θα επιλέξει η κυβέρνηση θα εγκριθούν. Δεν θα υπάρξει ούτε συζήτηση, ούτε διαφάνεια.
Οι προθέσεις Μαδούρο παραμένουν ασαφείς, αλλά σίγουρα θα έχουν ως συνέπεια την προώθηση των σχεδίων για το Arco Minero και την ιδιωτικοποίηση τμημάτων ή ίσως όλης της PDVSA, της κρατικής πετρελαϊκής εταιρείας. Μπορεί επίσης να νομιμοποιήσει την αυξανόμενη συγκέντρωση εξουσίας σε όλο και λιγότερα χέρια, επιλεγμένα, όχι από μια συμμετοχική διαδικασία, αλλά από έναν εσωτερικό πόλεμο μεταξύ ισχυρών ομάδων που διψούν για έλεγχο.
Άλλες πιο απειλητικές δυνάμεις ευθύνονται για μερικές από τις πιο βάρβαρες ενέργειες που έχουν αναφερθεί. Φορούν κουκούλες και χτυπάνε στο στήθος με ρουλεμάν νεαρούς που περνάνε, πεζούς ή οδηγούς.
Οι ενέργειές τους υπερβαίνουν τη διαμαρτυρία. Αυτοί οι κακοποιοί σχεδόν σίγουρα παίρνουν χρήματα από την άκρα δεξιά. Είναι πιθανόν παραστρατιωτικοί που εργάζονται για τους εμπόρους ναρκωτικών, η επιρροή των οποίων αυξάνεται.
Δεν υποστηρίζουν στενά τη δεξιά: στόχος τους είναι να καταστήσουν τη διακυβέρνηση της χώρας αδύνατη, να βαθύνουν την απελπισία και τον φόβο που πλήττει όλο και περισσότερους Βενεζουελάνους. Ταυτόχρονα, οι κρατικές δυνάμεις ασφαλείας, ειδικότερα η Εθνική Φρουρά, εμπλέκεται όλο και περισσότερο στη βία. Είναι δύσκολο να πούμε σε ποιο βαθμό υπάρχει σ’ αυτά τα δίκτυα αλληλοδιείσδυση.
Εν τω μεταξύ, οι πολυεθνικές εταιρείες περιμένουν να εκμεταλλευτούν την τεράστια ποσότητα πετρελαίου, το φυσικό αέριο και τον ορυκτό πλούτο της χώρας κάτω από το ικανοποιημένο μάτι μιας ανοιχτά νεοφιλελεύθερης κυβέρνησης. Αυτό περιλαμβάνει όχι μόνο τις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά και την Κίνα, τη Ρωσία και τους άλλους γίγαντες του παγκόσμιου καπιταλισμού.
Κάποιοι στην Αριστερά ζητάνε βία, αλλά είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς μια πιο ανεύθυνη και κυνική στάση. Πράγματι, αυτό δεν θα αναλογούσε σε τίποτα περισσότερο από μια παράσταση, από τη στιγμή που το μαζικό κίνημα που αναπτύχθηκε γύρω από τον Τσάβεζ και το οποίο αγωνίστηκε για να υπερασπιστεί το όραμά του, αφοπλίστηκε και απογοητεύτηκε.
Αντιμέτωποι με τη συστηματική υπονόμευση της δημοκρατίας, τη δαιμονοποίηση της διαφωνίας, τον θάνατο συνδικαλιστών19 και ηγετών βάσης όπως του Σαμπίνο Ρομέρο20, τη διάβρωση της λαϊκής εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση και την αυξανόμενη βία, οι αφοσιωμένοι Τσαβίστες μπορούν να κάνουν ελάχιστα. Μια κλήση στα όπλα απλώς καλεί τους στρατιωτικούς να παρέμβουν.
Άλλοι στην Αριστερά έχουν επιλέξει να μην λένε τίποτα ή να αγνοούν την περίπλοκη πραγματικότητα. Όποια κι αν είναι τα κίνητρά τους, η σιωπή τους συνιστά συνενοχή με μια νέα άρχουσα τάξη που καλύπτεται πίσω από τη γλώσσα του σοσιαλισμού.
Αυτές οι ελίτ συνέβαλαν στην αποστράτευση του λαϊκού κινήματος που υπερασπίστηκε την επανάστασή του το 2002-3 και του οποίου οι ποικίλες μορφές κοινοτικής οργάνωσης θα μπορούσαν να στηρίξουν ένα επιτυχημένο Τσαβικό πρόγραμμα.
Παρά την υποχώρηση αυτή, η μνήμη εκείνων των χρόνων παραμένει εκεί όπου ο κόσμος λειτουργεί συλλογικά υπερασπίζοντας τον εαυτό του και διατηρεί ζωντανές τις παραδόσεις της αλληλεγγύης - ακόμα κι αν πολλοί από αυτούς έχουν σιωπήσει στιγμιαία.
Η Αριστερά εκτός της Βενεζουέλας μπορεί να βοηθήσει στην ανοικοδόμηση του κινήματος συμμετέχοντας σε μια ειλικρινή αποτίμηση των λαθών που έγιναν. Ως σοσιαλιστές, δεν είμαστε υποχρεωμένοι να επιλέγουμε το μικρότερο κακό. Αντίθετα, πρέπει να υποστηρίξουμε όσους αγωνίζονται για την ανασυγκρότηση των βάσεων για μια πραγματικά δημοκρατική κοινωνία.

Ένα πουλί (Βir kuş) ~ Özdemir İnce

Ένα πουλί πετούσε
ανάμεσα στη Σάμο και το Κουσάντασι
και που να καταλάβω;
τούρκικο πουλί ήταν ή ελληνικό;
Ή αν μήπως από κάπου αλλού ερχόταν;
Κανένα σημάδι.
Τη θάλασσα ρώτησα
δύτης είναι, μου’πε.
Πλέκει, όλο πλέκει 
νταντέλες στο στήθος μου.
Τον ουρανό ρώτησα
αγγελιοφόρος είναι, μου’πε
Απ’ το ανοιχτό βιολέ
και το τριανταφυλλένιο
ως το μενεξελί.
Τα ψάρια ρώτησα
και τ’άλλα τα πουλιά
και τα καράβια με λογιώ – λογιώ σημαίες.
Όλα κάτι άλλο μου’ πανε
απάντηση δεν πήρα.
Ένα πουλί πετούσε 
ανάμεσα στη Σάμο και το Κουσάντασι.
Έ, που να καταλάβω
τούρκικο ήτανε πουλί ή ελληνικό;
Μην κι απ’ αλλού ερχότανε
Και ποιά είναι η φυλή του;
Έ πουλί, του είπα
Ποιοί είναι οι δικοί σου;
Ποιά είναι η χώρα σου;
Γλάρος είμαι, μου’πε
Πόσο χρονώ είμαι;
Όσο κι ο κόσμος.
Από ποιά χώρα είμαι;
Απ’τη γη, απ’ τον ουρανό, απ’ τη θάλασσα
Τα σύνορά μου ποιά;
Το χώμα, το νερό, ο αγέρας..

Κυριακή 14 Μαΐου 2017

Τσαρλς Μπουκόφσκι – Για τους μπάτσους

Το παρακάτω απόσπασμα είναι από το βιβλίο “Ερωτικές Ιστορίες καθημερινής τρέλας” από την ιστορία με όνομα “Ο μεγάλος γάμος Ζεν” που βρίσκεται στη σελίδα 149 και ο Μπουκόφσκι περιγράφει το γεγονός μιας σύλληψης του από τους μπάτσους. Νομίζω ότι έχει αρκετό ενδιαφέρων γιατί μέσω της αφήγησης του αφήνει αρκετές και έξυπνες αιχμές κάνοντας ολοφάνερη την απέχθεια που  ο ίδιος ένιωθε για το σύστημα και την εξουσία του.
[…] Και να ‘τοι μπροστά μου. Μέρος της παράλογης οικογενειακής δομής του κόσμου. Στην πραγματικότητα τρελοί, χωρίς ν’ αναρωτιούνται για ποιο λόγο κάνουν αυτά που κάνουν. Άφησαν το διπλό κόκκινο φως ανοιχτό όταν παρκάρισαν. Βγήκαν ο ένας κρατούσε φακό.
«Μπουκόφσκι» είπε αυτός με το φακό «σου είναι αδύνατο να μην μπλέκεις σε φασαρίες, έτσι;»
Ήξερε το όνομά μου από παλιά, από άλλες φορές.
«Κοίταξε» είπα. «Απλώς και μόνο σκόνταψα. Ποτέ δε χάνω τα λογικά μου και τη συνοχή μου. Δεν είμαι επικίνδυνος. Γιατί δε με βοηθάτε να πάω σπίτι μου; Τριάντα γιάρδες από δω. Να πέσω στο κρεβάτι μου, να κοιμηθώ να μου περάσει. Δε νομίζετε κι εσείς ότι αυτό θα ‘ταν το πιο σωστό;»
«Κύριε, δύο κυρίες ανέφεραν οτι προσπαθήσατε να τις βιάσετε».
«Κύριοι, ποτέ δε θα προσπαθούσα να βιάσω δυο κυρίες ταυτόχρονα».
Ο ένας μπάτσος έριχνε συνέχεια στο πρόσωπό μου τον ηλίθιο φακό του. Τον έκανε να αισθάνεται ανώτερος.
«Τριάντα γιάρδες ως την ελευθερία! Δεν το καταλαβαίνετε αυτό;»
«Είσαι το πιο αστείο θέαμα, στην πόλη, Μπουκόφσκι. Δώσε μας ένα καλύτερο άλλοθι».
«Λοιπόν, να δούμε – αυτό το πράγμα που βλέπετε κουλουριασμένο στο πεζοδρόμιο είναι το τελικό προϊόν ενός γάμου, ενός γάμου Ζέν».
«Θες να πεις ότι βρέθηκε γυναίκα που προσπάθησε να παντρευτεί εσένα;»
«Όχι εμένα ρε μαλάκα…»
Ο μπάτσος κατέβασε το φακό στη μύτη μου.
«Απαιτούμε σεβασμό στους εκπροσώπους του νόμου».
«Συγνώμη. Μου διέφυγε προς στιγμήν».
Το αίμα έτρεχε στο λαιμό μου και στο πουκάμισό μου. Ήμουν πολύ κουρασμένος – απο τα πάντα.
«Μπουκόφσκι» είπε ο μπασκίνας με το φακό, «γιατί δεν κόβεις τις φασαρίες;»
«Αφήστε τις μαλακίες» είπα «και πάμε στη φυλακή».
Μου έβαλαν τις χειροπέδες και μ’ έριξαν στην πίσω θέση.
Παλιό, γνωστό, θλιμμένο σκηνικό.
Οδηγούσαν αργά, μιλώντας για διάφορα πιθανά και παρανοϊκά πράγματα – όπως για την επέκταση της μπροστινής βεράντας, για την πισίνα, το δωμάτιο για τη γιαγιά. Κι όταν έφταναν στα σπορ -εκεί φάνηκε πόσο πραγματικοί άντρες ήταν- δώσ’ του να λένε, οι Ντότζερς είχαν ακόμα μια ευκαιρία παρα τις δύο τρεις άλλες ομάδες που τους περνούσαν. Κι ύστερα πάλι για την οικογένεια – ε, αν οι Ντότζερς κέρδιζαν, ήταν σαν να κέρδιζαν αυτοί. Όταν ένας άνθρωπος προσγειωνόταν στο φεγγάρι, ήταν σαν να προσγειώνονταν κι αυτοί μαζί του. Αλλά, όταν ένα μισοπεθαμένο ερείπιο χωρίς ταυτότητα τους ζητάει μια δεκάρα, γαμήσου τσογλάνι. Εννοώ, όταν φορούν τα πολιτικά τους. Δεν υπήρξε ποτέ ερείπιο να ζητήσει βοήθεια από μπασκίνα με στολή. Το μητρώο μας ήταν καθαρό.
Με έσπρωξαν στον αλευρόμυλο. Ενώ βρισκόμουν τριάντα γιάρδες από την πόρτα μου. Ενώ ήμουν ο μόνος άνθρωπος σ’ ένα σπίτι με πενήντα πέντε άτομα.
Και να ‘μαι για μια ακόμη φορά, στη μεγάλη ουρά, των κατά κάποιο τρόπο ενόχων. Οι νεαροί δεν ήξεραν τι τους περίμενε. Τα ‘χαν κάπως μπερδεμένα μ’ εκείνο που ονομάζεται ΣΥΝΤΑΓΜΑ και τα ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥΣ. Οι νεαροί μπάτσοι στην πόλη και στην κομητεία εκπαιδεύονταν με τους μεθυσμένους. Έπρεπε ν’ αποδείξουν ότι είχαν προσόντα. Τους είδα να βάζουν έναν τύπο στο ασανσέρ και να τον ανεβοκατεβάζουν πάνω κάτω πάνω κάτω – όταν βγήκε δεν μπορούσε να καταλάβει τι είναι η τι ήταν: ένας μαύρος που κραύγαζε για τ’ Ανθρώπινα Δικαιώματα. Μετά καταπιάστηκαν μ’ ένα λευκό που φώναζε για τα ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ τον άρπαξαν τέσσερις πέντε και τον σέρναν τόσο γρήγορα που δεν μπορούσε να περπατήσει, τον έφεραν πίσω, τον ακούμπησαν στον τοίχο, και στεκόταν εκεί τρέμοντας, μ’ εκείνα τα κόκκινα σημάδια σ’ όλο του το κορμί, στεκόταν εκεί τρέμοντας και τουρτουρίζοντας.
Πάλι με φωτογράφισαν πάλι μου πήραν δακτυλικά αποτυπώματα.
Με κατέβασαν στη χαβούζα των μεθυσμένων, άνοιξαν την πόρτα. Και μετά απ’ όλα αυτά, το μόνο πρόβλημα είναι να βρεις μια θέση ανάμεσα στους εκατόν πενήντα άντρες. Ένα τεράστιο καθίκι. Ξερατά και κατρουλιά παντού. Βρήκα ένα χώρο ανάμεσα στους συνανθρώπους μου. Ήμουν ο Τσαρλς Μπουκόφσκι με μια θέση στα λογοτεχνικά αρχεία του πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας στη Σάντα Μπάρμπαρα. Κάποιος εκεί, με θεωρούσε μεγαλοφυΐα. Τεντώθηκα πάνω στις σανίδες. Άκουσα μια νεανική φωνή. Φωνή αγοριού.
«Μπάρμπα, με μισό δολάριο σου κάνω πίπα!»
Υποτίθεται ότι σου έπαιρναν όλα τα χρήματα, λογαριασμούς, ταυτότητες, κλειδί, μαχαίρια κ.λ.π. ακόμα και τα τσιγάρα και έδιναν απόδειξη. Που συνήθως έχανες, ή πουλούσες ή στην έκλεβαν. Άλλα πάντα κυκλοφορούσαν λεφτά και τσιγάρα.
«Λυπάμαι, παλικάρι μου, μου τα πήραν μέχρι δεκάρα» του είπα.
Τέσσερις ώρες αργότερα κατόρθωσα να κοιμηθώ. […]