Παρασκευή 6 Μαΐου 2016

Eτος 2016

εξαφανισμένοι άνθρωποι
χαμένα βιβλία
ανομολόγητες σκέψεις 
και συρτάρια νεκροταφεία χαμένων ερώτων.
το πάτωμα καλύφθηκε από σκόνη και νεκρά εγκεφαλικά κύτταρα.
τα γαμημένα κάνουν έναν περίεργο ηδονιστικό θόρυβο 
καθώς αφήνουν το εσωτερικό του κρανίου και προσγειώνονται.
βαθύς, εκκωφαντικός.
καίγομαι αλλά δεν δίνω σημασία.
η κούπα του καφέ έχει ραγίσει από την πολύ χρήση.
καφεΐνη, καφεΐνη, καφεΐνη
το πάτωμα γέμισε σκόνη και εγκεφαλικά κύτταρα πνιγμένα στην καφεΐνη.
τουλάχιστον έχουμε ίντερνετ 

Πέμπτη 5 Μαΐου 2016

Αντιξοότητες

Γράψαμε πιο πολύ από όσο ζήσαμε,
κυπαρισσένια άκαμπτα χέρια
θα με συντροφεύουν στα νιάτα μου
στον τοίχους μου θα φωνάζουν ανάποδα ποιήματα
γραμμένα στη κοσμική διάλεκτο
το έρεβος θα ξαποσταίνει
στις κουφάλες των κορμών μου
και ο άνεμος θα σου αφήνει την οσμή
σταφυλής βαφτισμένης σε φτηνό κρασί
και σήψης ανείπωτων εξομολογήσεων
Οι στιγμές που ονειρευτήκαμε
θα ονειρεύονται εμάς
πασαλειμμένες ρινίσματα παλαιωμένου φιλμ
από το “όσα παίρνει ο άνεμος”
Εμείς ωστόσο,
να κάνουμε έρωτα πάνω στους σπόρους
που τελικά πήρε ο άνεμος
και να πεθαίνουμε ηρωικά
στις ρίζες της κοσμογονικής ατέλειας,
με μια τελειότητα που δεν ειπώθηκε ποτέ,
πάρα μονάχα χάραξε
τα αρχικά μας

στους κορμούς
των καρπών μου.

Βίβες Revolution

Ένα μήνα έψαχνα. Όλοι είχα έτοιμη την δικαιολογία «δεν έχω», «τα χρειάζομαι για εμένα», και εγώ πονούσα. Ήταν ένας πόνος διαφορετικός. Ξεκινούσε από το μεδούλι μέσα στα κόκαλα και σιγά σιγά εξαπλωνόταν σαν καρκίνωμα μέσω των νευρικών μου απολήξεων σε όλο τον εγκέφαλο. Παρέλυα. 
Την ημέρα είχα κάτι να ξεχνιέμαι. Ήμουν στη γύρα και έψαχνα. Έψαχνα σε βιβλιοθήκες, στέκια και στενά. Αλλά τις νύχτες -αχ τις νύχτες- δεν την πάλευα. Άλλοτε φώναζα στους τοίχους και άλλοτε τους παρακαλούσα στα γόνατα να μου μιλήσουν. Να μου θυμίσουν τι είμαι, μέχρι τη στιγμή που με έπαιρνε ο ύπνος, εκεί στο πάτωμα, αγκαλιά με τη λογική μου. Και οι μέρες περνούσαν και εγώ δεν έβρισκα τίποτα και έτσι θόλωνα τη σκέψη μου με χάπια και αλκοόλ.
Είχαν περάσει 25 μέρες και εγώ με έχανα. Τυχαία όπως περπατούσα συνάντησα τον Ζ. Ο τύπος είχε τα κονέ να βρει τα πάντα. Ήταν ενταγμένος στους αναλγηκούς. Αυτοί, είχαν ως βασικές αρχές την αλληλεγγύη και την αγάπη. Η απάντηση ήρθε πιο γρήγορα από την ερώτηση. «Όχι!» και έφυγε σχεδόν τρέχοντας. «Γαμημένοι αναλγηκοί! Σκατά στην αλληλεγγύη σας! Θεωρία-θεωρία-θεωρία και στη πράξη τίποτα». Και εγώ πάλι στο ψάξιμο. Και ο πόνος πάλι στο κεφάλι, να μου διαμελίζει την αντοχή.
Την 29 μέρα ήξερα πως θα τέλειωνε όλο αυτό. Ήξερα πως πέθαινα. Θα έχανα τον εαυτό μου. Σηκώθηκα με το ζόρι από το πάτωμα. Βγήκα απ'το σπίτι τρέμοντας και ξεκίνησα να περπατάω με προορισμό το πάρκο. Δεν ήθελα να χαθώ μέσα στο σπίτι. Ήταν μίζερο. Έφτασα στο πάρκο και ξάπλωσα στο γρασίδι. Περίμενα.
Κάποια στιγμή ένιωσα έναν έντονο πόνο στα πλευρά μου. Τρομαγμένη άνοιξα τα μάτια μου για να δω πως είναι να πεθαίνεις, αλλά το μόνο που είδα ήταν ένας τυπάς που απλά σκόνταψε πάνω μου και τώρα προσπαθούσε να συνειδητοποιήσει το γεγονός.
Ήταν ο Ανδρέας!
Ο Ανδρέας ήταν ένας πρώην -ψαγμένος- γκόμενος που πηδιόμασταν για ανταλλάγματα. Εγώ του έδινα χαπάκια και λίγο χώρο μέσα στο σπίτι για να ηρεμεί, και αυτός με προμήθευε βιβλία.
«Χάθηκες μικρή»
«Ναι έτυχε». Φαινόταν σχεδόν χαρούμενος που με έβλεπε. Ίσως αν είχε ουρά να την κουνούσε τώρα.
«Τι κάνεις εδώ;»
«Περιμένω το τέλος. Ένα μήνα ψάχνω αλλά δεν βρίσκω τίποτα. Κανείς δεν μοιράζετε πλέον»
«Έλα σήκω. Πάμε σπίτι σου να μοιραστούμε το δικό μου.»
Πετάχτηκα όρθια και ξεκινήσαμε με γοργό βήμα για το σπίτι. Μπήκαμε μέσα βιαστικά, πετάξαμε τα ρούχα μας στο πάτωμα και ξαπλώσαμε στο κρεβάτι. Έβγαλε τη σύριγγα «οι κυρίες προηγούνται» είπε και κάρφωσε τη βελόνα στη καρδιά μου και ύστερα στη δική του. Περίμενε δέκα λεπτά να δράσει το πολύτιμο υγρό, με άρπαξε και γαμηθήκαμε σαν να μην υπήρχε αύριο. Ήταν το πιο έντονο γαμήσι που ένιωσε ποτέ το σπίτι. Κοιμηθήκαμε αγκαλιά, το πρωί έφτιαξα καφέ, κάναμε δυο τσιγάρα, του έδωσα και δυο βιβλία και έφυγε βιαστικά. Ξάπλωσα για λίγα λεπτά και σηκώθηκα να συμμαζέψω σκεπτόμενη: «πρέπει να πάω στη συνέλευση. Οι σύντροφοι με χρειάζονται. Ο κόσμος δεν θα αλλάξει μόνος του. Πρέπει να πλύνω την κόκκινη σημαία, μην με πιάσουν στον ύπνο. 20g ήταν καλά. 20g επανάστασης ήταν αρκετά.»

Τετάρτη 4 Μαΐου 2016

Περίοδος Παραγωγής

Το ξυπνητήρι χτυπάει κάθε μέρα την ίδια ώρα. Σηκώνεσαι, το κλείνεις, ντύνεσαι βιαστικά μες στο σκοτάδι, πετάς καφέ και νερό στο ποτήρι, αρπάζεις το σάκο σου και κατευθύνεσαι στη στάση. Η δουλειά κάθε μέρα φαντάζει όλο και πιο πληκτική και κάθε βράδυ η -ρητορική κατά βάση- ερώτηση ''ποιος πάει ρε γαμώτο αύριο στη δουλειά?'' γίνεται μέρος της ρουτίνας σου. Η βάρδια ξεκινάει, εσύ ήδη έχεις πάρει την θέση σου. Όχι ότι είναι δύσκολη η δουλειά, αλλά να, είναι που δεν έχουμε μάθει να κάνουμε τίποτα στη ζωή μας και όλα μας κουράζουν.
  Οι 3 πρώτες μέρες είναι δύσκολες. Φοβάσαι να κοιτάξεις στα μάτια τον επιστάτη ή τους άλλους αγνώστους εκεί μέσα (κυρίως αυτούς που φοράνε μπλε) και περπατάς με το κεφάλι χαμηλά για να μην γίνεις στόχος, γιατί θεωρείς τους πάντες ανώτερους.Κουράζεσαι τόσο από το περιβάλλον γύρω σου, που νομίζεις ότι χάνεις το μυαλό σου. Οι επαναλαμβανόμενοι ήχοι και τα μηχανήματα που προσπαθούν να μην καταρρεύσουν, όντας ερείπια, φαντάζουν σαν μια φωνή που ποτέ δεν θα καταλάβεις.
  Βέβαια όλα αυτά μέχρι να συνηθίσεις και να καταλάβεις οτι ο επιστάτης είναι απλά ένας μαλάκας που αν του χαμογελάσεις με νόημα και του δώσεις μια ελπίδα ότι η ξεπεσμένη γοητεία του περνάει, θα σε πάρει υπό την προστασία του και εν τέλη όλοι εκεί μέσα είμαστε τα ίδια σκατά, τραβηγμένα από διαφορετική γωνία λήψης.
  Και κάπου εκεί που οι δείκτες του ρολογιού έχουν κολλήσει, περνάς και εσύ ντυμένος στα μπλε, βιαστικός όπως πάντα. Ρίχνεις κλεφτές ματιές και προσπαθείς να συγκεντρώσεις το μυαλό σου στη δουλειά. Κουνάς το κεφάλι συγκαταβατικά και χαμογελάς ελαφρά όταν σου μιλάνε, αλλά δεν δίνεις σημασία, εκτός αν πρόκειται για δουλειά. Και με θυμάμαι να σου μιλάω ώρες, για το πως πρέπει η εργατική τάξη να ξεσηκωθεί, να ξυπνήσει και να αποκτήσει έστω τη βασική εργατική συνείδηση και μπλα μπλα μπλα. Παρόλα αυτά αγάπη μου σε πληροφορώ πλέον εκ πείρας ότι κάθε προσπάθεια για ανεύρεση ταξικής-εργατικής συνείδησης εκεί μέσα είναι ανούσια, αφού όλοι δουλεύουν από ανάγκη για επιβίωση με αποτέλεσμα κανείς να μην νοιάζεται για οτιδήποτε άλλο πέρα από τα μεροκάματα. Οπότε δεν γαμιέται, δεν θα κερδίσουμε και τίποτα αν τους σφάξουμε.
  Δεν είναι δύσκολο να γίνεις μέρος του πληρώματος παρόλα αυτά. Κουτσομπολιά και κατινιές σε χτυπάνε ανελέητα. Από τις τουαλέτες ως το λεωφορείο μαθαίνεις τα πάντα για τους πάντες, είτε σε νοιάζει είτε όχι. Και τέλος μαθαίνεις τα δικά σου. Καταλήγεις να χάνεις τον εαυτό σου, αφού εναρμονίζεσαι τέλεια με τον χώρο. Μαθαίνεις γρήγορα, αρχίζεις και εσύ να κουτσομπολεύεις, όχι από χόμπι όπως κάποιοι ή από ευχαρίστηση αλλά για να περάσει η ώρα. Ύστερα από βαρεμάρα καθαρά αρχίζεις τα χαριτωμένα παιχνιδάκια με τον ελάχιστον αντρικό πληθυσμό, (σε φάση σκάσαν μύτη αρσενικά στο γυναικωνίτη και όλες θέλουν ένα κομμάτι) μέχρι βέβαια να βγει βρώμα ότι πηδιέσαι μαζί τους. Κάτι που είναι τραγικό, αφού εγώ ένα μήνα έψαχνα χώρο και χρόνο για να σε πηδήξω και να έχω κάτι ενδιαφέρον να γράψω, αλλά ούτε χώρος υπήρχε ούτε χρόνος.
  Βέβαια το υπέρτατο κακό είναι ότι ακόμα και όταν δεν είσαι στη δουλειά, η δουλειά είναι μαζί σου. Γίνεται ένα με το πετσί σου και σε ακολουθεί παντού. Δεν έχεις χρόνο για τον εαυτό σου, δεν έχεις καν τον εαυτό σου. ''Έναν καφέ στα γρήγορα, γιατί αύριο ξυπνάω πρωί'' όλα στα γρήγορα, μέχρι να ξυπνήσεις και να καταλάβεις ότι ήρθε ο χειμώνας και είναι σαν να ξύπνησες από μια νάρκη που σε κράτησε πίσω ένα καλοκαίρι.
  Πλάκα πλάκα, να που γίναμε και εμείς προλετάριοι. Η πιο λούμπεν κοινότητα. Βλέπεις η συνείδηση χρειάζεται χρόνο, και εμείς πηδιόμαστε με τα ρούχα πλέον γιατί που χρόνος να γδυθείς όταν ξυπνάς στις 4;

Σκάσε


Σκάσε.
Απλά σκάσε.
Σταμάτα να μιλάς.
Η φωνή σου με τρελαίνει.
Μιλάς, μιλάς, μιλάς.
Όλο μιλάς.

Σκάσε. Απλά σκάσε.
 Δεν αντέχω τη φωνή σου.
Η φωνή με εξοργίζει.
Αυτή η φωνή που βγάζει κενές λέξεις
γεμάτες από το τίποτα του εγώ σου.
 Λέξεις άδειες, χαλασμένες, σάπιες
που τις κρεμάς με ξιπασμό
σαν να ήταν ο κόσμος όλος
κρεμάμενος στο δάχτυλό σου.
Σε ικετεύω, σκάσε.
Δεν μπορώ να σε ακούω άλλο.
Μην μιλάς.
Μην μου μιλάς.